- κοινοπραγώ
- και κοινοπρακτώ (AM κοινοπραγῶ, -έω)κάνω κάτι μαζί με κάποιον άλλο, συμπράττω («τούς τε Λακεδαιμονίους ἐπιβεβλῆσθαι κοινοπραγεῑν τοῑς Αίτωλοῑς», Πολ.)αρχ.συμμετέχω σε κάτι («κοινοπραγεῑν αδικημάτων», Φίλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -πραγῶ (< -πραγής < θ. πραγ- τού πράσσω, πρβλ. παθ. αόρ. β' ἐ-πράγ-ην), πρβλ. βιαιο-πραγώ, καλο-πραγώ].
Dictionary of Greek. 2013.